ληστοσυμμορίτης

ληστοσυμμορίτης
ο
θηλ. -ισσα μέλος της ληστοσυμμορίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ληστοσυμμορίτης — ο μέλος συμμορίας ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοσυμμορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”